- κραίνεται
- κραίνωṇ-ypres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύθυτος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που γίνεται με πολλές θυσίες («θέσπις σοι πολύθυτος ἀεὶ τιμά κραίνεται», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θυτος (< θύω «θυσιάζω»), πρβλ. ιερό θυτος, καλλί θυτος] … Dictionary of Greek
κραίνετ' — κραίνετε , κραίνω ṇ y pres imperat act 2nd pl κραίνετε , κραίνω ṇ y pres ind act 2nd pl κραίνεται , κραίνω ṇ y pres ind mp 3rd sg κραίνετο , κραίνω ṇ y imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) κραίνετε , κραίνω ṇ y imperf ind act 2nd pl (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)